- συνεικάζω
- Α1. εικάζω, συμπεραίνω κάτι από τα δεδομένα2. μιμούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + εἰκάζω «συμπεραίνω, παρομοιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεικαζομένου — συνεικάζω bring into the estimate pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεικασθῆναι — συνεικάζω bring into the estimate aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεικασθήσεται — συνεικάζω bring into the estimate fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεικάζειν — συνεικάζω bring into the estimate pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεικάζοιτο — συνεικάζω bring into the estimate pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεικάσῃς — συνεικάζω bring into the estimate aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεικάσαι — συνεικά̱σᾱͅ , συνεικάζω bring into the estimate fut part act fem dat sg (doric) συνεικάζω bring into the estimate aor inf act συνεικάσαῑ , συνεικάζω bring into the estimate aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνείκασις — άσεως, ἡ, Μ [συνεικάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνεικάζω* … Dictionary of Greek
ασυνείκαστος — η, ο (Μ ἀσυνείκαστος ον) [συνεικάζω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να συνεικάσει, να παραβάλει προς κάτι γνωστό, ο ανυπολόγιστος νεοελλ. 1. απροσδόκητος, ανέλπιστος 2. ασύνετος 3. άπληστος … Dictionary of Greek
εικάζω — (AM εἰκάζω) συμπεραίνω νεοελλ. (παθ. με μέση σημασία) (ει)κάζεται μού φαίνεται αρχ. 1. παριστάνω με εικόνα, φτιάχνω ομοίωμα, απεικονίζω 2. παραβάλλω, παρομοιάζω 3. περιγράφω με παρομοίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εικάζω είναι μεταβιβαστικό όπως και το… … Dictionary of Greek